- λινο-πτέρυξ
λινο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, λινοπτερύγων ὅπλα νηῶν, Opp. Cyn. 1, 121. 4, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, λινοπτερύγων ὅπλα νηῶν, Opp. Cyn. 1, 121. 4, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek