λεμβάδιον

λεμβάδιον

λεμβάδιον, τό, dim. von λέμβος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεμβάδιον — λεμβάδιον, τὸ (Μ) μικρή λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον, κρε άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”