λιμνάς

λιμνάς

λιμνάς, άδος, ἡ, p. fem. zu λιμναῖος, νύμφαι, Theocr. 5, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιμνάς — λιμνάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ.) βλ. λιμναίος …   Dictionary of Greek

  • Λίμνας — Λίμνᾱς , Λίμναι fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμνας — λίμνᾱς , λίμνη pool of standing water fem acc pl λίμνᾱς , λίμνη pool of standing water fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάδα — λιμνάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάδας — λιμνάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάδος — λιμνάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνάσιν — λιμνάς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НИЛ —    • Nilus,          ο̉ Νει̃λος, река в Египте, одна из величайших рек на земле. Гомер знает ее под именем Α ίγυπτος (Ноm. Od. 3, 300. 4, 477. 581). Название Н. происходит, кажется, от индийского Nilas, черный, вследствие его илистой воды;… …   Реальный словарь классических древностей

  • εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… …   Dictionary of Greek

  • λάσαγγες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι» …   Dictionary of Greek

  • λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”