- παρ-βεβαώς
παρ-βεβαώς, p. part. perf. zu παραβαίνω, statt παραβεβαώς, Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-βεβαώς, p. part. perf. zu παραβαίνω, statt παραβεβαώς, Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek