- λιβανωτο-φόρος
λιβανωτο-φόρος, Weihrauch tragend, hervorbringend; δένδρεα, Her. 3, 107, Ἀραβίης τέρματα, 2, 8; Sp., wie Strab. XVI, 774.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβανωτο-φόρος, Weihrauch tragend, hervorbringend; δένδρεα, Her. 3, 107, Ἀραβίης τέρματα, 2, 8; Sp., wie Strab. XVI, 774.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
θυαφόρος — θυαφόρος, ὁ (Α) επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, κανη φόρος] … Dictionary of Greek