- θιαγών
θιαγών, όνος, ἡ, Brote zu Opfern, οἳ παρετίϑεντο τοῖς ϑεοῖς Hesych.; Nic. bei Ath. III, 114 c. Vgl. σιαγών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιαγών, όνος, ἡ, Brote zu Opfern, οἳ παρετίϑεντο τοῖς ϑεοῖς Hesych.; Nic. bei Ath. III, 114 c. Vgl. σιαγών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιαγών — θιαγών, όνος, ὁ (Α) αιτωλικός πλακούντας, είδος πίτας ή άρτου, που προσφερόταν σε θυσία … Dictionary of Greek