- λεξι-θήρας
λεξι-θήρας, ὁ, ein Wortjäger, auch λεξιϑήρ und λεξίϑηρος, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 628.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξι-θήρας, ὁ, ein Wortjäger, auch λεξιϑήρ und λεξίϑηρος, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 628.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοματοθήρας — ὀνοματοθήρας, ὁ (Α) αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξι θήρας] … Dictionary of Greek