- λιμενίσκος
λιμενίσκος, ὁ, dim. von λιμήν, kleiner Hafen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενίσκος, ὁ, dim. von λιμήν, kleiner Hafen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενίσκος — Οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * ο (Μ λιμενίσκος) [λιμήν] μικρό λιμάνι, λιμανάκι … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
λιμενίσκιον — λιμενίσκιον, τὸ (Α) [λιμενίσκος] υποκορ. τού λιμενίσκος … Dictionary of Greek
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek