- λιμενο-φύλαξ
λιμενο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Hafenwächter, Aen. Tact. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμενο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Hafenwächter, Aen. Tact. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
πυργοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φρουρός πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
υδροφύλαξ — ακος, ὁ, ΜΑ φύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + φύλαξ (πρβλ. λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
χωροφύλακας — ο και η / χωροφύλαξ, ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν νεοελλ. οπλίτης τής χωροφυλακής μσν. αρχ. ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χῶρος + φύλαξ, ακας (πρβλ. λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek