- λεξικο-γράφος
λεξικο-γράφος, ein Wörterbuch schreibend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξικο-γράφος, ein Wörterbuch schreibend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
καμπυλογράφος — ὁ όργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικο γράφος, παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek