- λινεύω
λινεύω, mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινεύω, mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινεύω — (Α) [λίνον] συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω … Dictionary of Greek
λινεύουσιν — λινεύω catch with nets pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λινεύω catch with nets pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλινεύει — ἐπί λινεύω catch with nets pres ind mp 2nd sg ἐπί λινεύω catch with nets pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινεύς — λινεύς, έως, ὁ (Α) είδος θαλασσινού ψαριού, ο κεστρεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού λινεύω από τον τρόπο αλιεύσεως και η ονομασία τού ψαριού] … Dictionary of Greek