- θεμιτεύω
θεμιτεύω, s. ϑεμιστεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιτεύω, s. ϑεμιστεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιτεύω — (Α) [θέμις (Ι)] αντί θεμιστεύω*, τελώ νομίμως … Dictionary of Greek
θεμιτεύων — θεμιτεύω keeping lawful pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομιτεύομαι — (Α) 1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ 2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. τού νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω θεμιτεύω)] … Dictionary of Greek