- θεμιστεία
θεμιστεία, ἡ, die Weissagung, Orakel (s. ϑέμις), Strab. XVII, 814.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιστεία, ἡ, die Weissagung, Orakel (s. ϑέμις), Strab. XVII, 814.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεμιστείας — θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem acc pl θεμιστείᾱς , θεμιστεία a giving of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem acc pl θεμιστεί̱ᾱς , θεμιστεῖος of law and right fem gen sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστείαις — θεμιστεία a giving of oracles fem dat pl θεμιστεί̱αις , θεμιστεῖος of law and right fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ … Dictionary of Greek