- λιμνό-βιος
λιμνό-βιος, im See, Sumpfe lebend, Ael. N. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμνό-βιος, im See, Sumpfe lebend, Ael. N. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek
χερσόβιος — ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί») αρχ. αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό βιος, ὑγρό βιος)] … Dictionary of Greek