- λιμβός
λιμβός, spätes Wort, = λίχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμβός, spätes Wort, = λίχνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμβός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμβός — (I) λιμβός, όν και λίμβος, ον (AM) μσν. ορεκτικός, ελκυστικός αρχ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. κολο βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός… … Dictionary of Greek
λιμβοῖς — λιμβός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμβῶν — λιμβός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμβόν — λιμβός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
либить — либлю ловить раков на приманку , либило приманка для ловли раков , блр. лiбiць ловить раков . Неясно. Весьма сомнительно родство с лат. lībīo, ārе дотрагиваться, совершать возлияния (связано с лить; см. Вальде–Гофм. 1, 794), греч. λιμβεύω… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λιμβεύω — (Α) [λιμβός (Ι)] λιχνεύω* … Dictionary of Greek
λιμπά — τα (Μ λιμπά) οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. λιμβός (Ι) «λαίμαργος» και το ρ. λιμπίζομαι] … Dictionary of Greek
λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek