- λεαντικός
λεαντικός, zum Ebnen, Glätten geschickt, mildernd; Arist. probl. 3, 13; Ath. II, 57 c; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεαντικός, zum Ebnen, Glätten geschickt, mildernd; Arist. probl. 3, 13; Ath. II, 57 c; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεαντικός — λεαντικός, ή, όν (Α) βλ. λειαντικός … Dictionary of Greek
λεαντικός — good for lubricating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικῶν — λεαντικός good for lubricating fem gen pl λεαντικός good for lubricating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικόν — λεαντικός good for lubricating masc acc sg λεαντικός good for lubricating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικοῖς — λεαντικός good for lubricating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικοί — λεαντικός good for lubricating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικῇ — λεαντικός good for lubricating fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντική — λεαντικός good for lubricating fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικήν — λεαντικός good for lubricating fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεαντικῶς — λεαντικός good for lubricating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειαντικός — ή, ό (Α λεαντικός, ή, όν) [λειαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανση β. «λειαντικά μέσα» σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται… … Dictionary of Greek