θιμβρός

θιμβρός

θιμβρός, s. ϑιβρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θιμβρός — θιμβρός, ά, όν (Α) βλ. θιβρός …   Dictionary of Greek

  • θιμβροῖς — θιμβρός hot masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιβρός — και θιμβρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, ζεστός, ψημένος 2. απαλός, τρυφερός, αβρός («θιβρά Κύπρις», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίθετο τής αλεξανδρινής ποιήσεως, το οποίο λόγω τής αβέβαιης σημασίας του δεν έχει ερμηνευθεί επαρκώς. Υποστηρίχθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”