λειμώνιος

λειμώνιος

λειμώνιος, von der Wiese, zur Wiese gehörig; δρόσοι, der Wiesenthau, Aesch. Ag. 546; ποία, Soph. Ai. 597; φύλλα, Theocr. 18, 39. Auch in Prosa, Arist. H. A. 5, 27; Theophr. u. Sp., καὶ ἕλειος βοτάνη D. Hal. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνιαι — λειμώνιος of a meadow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνι' — λειμώνια , λειμώνιον Statice limonium neut nom/voc/acc pl λειμώνια , λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc pl λειμώνιε , λειμώνιος of a meadow masc voc sg λειμώνιαι , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνία — λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc/acc dual λειμωνίᾱ , λειμώνιος of a meadow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίας — λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem acc pl λειμωνίᾱς , λειμώνιος of a meadow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίων — λειμώνιον Statice limonium neut gen pl λειμώνιος of a meadow fem gen pl λειμώνιος of a meadow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνιον — Statice limonium neut nom/voc/acc sg λειμώνιος of a meadow masc acc sg λειμώνιος of a meadow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… …   Dictionary of Greek

  • λειμωνίς — λειμωνίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λειμώνιος …   Dictionary of Greek

  • λειμωνιάς — λειμωνιάς, άδος, ἡ (Α) βλ. λειμώνιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”