- λεκάριον
λεκάριον, τό, dim. von λέκος; Poll. 10, 86; Ath. IV, 149 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεκάριον, τό, dim. von λέκος; Poll. 10, 86; Ath. IV, 149 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεκάριον — λεκάριον, τὸ (Α) [λέκος] μικρό πιάτο, πιατάκι … Dictionary of Greek
λεκάριον — little dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκαρίου — λεκάριον little dish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκαρίῳ — λεκάριον little dish neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάρια — λεκάριον little dish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek