- θειο-δάμος
θειο-δάμος, η, ον, Götter bewältigend, bezwingend, im fem. von Suid. angeführt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειο-δάμος, η, ον, Götter bewältigend, bezwingend, im fem. von Suid. angeführt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειόδαμος — θειόδαμος, άμη, ον (Α) 1. αυτός που δαμάζει τους θεούς 2. το θηλ. θειοδάμη επίθ. τής Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό δαμος, ιππό δαμος] … Dictionary of Greek
ιππόδαμος — ἱππόδαμος, ον (Α) 1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής* («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας τής πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και… … Dictionary of Greek
ωμόδαμος — ὁ, Α (ως αλληγορική ονομασία δαίμονα) αυτός που δαμάζει την ωμότητα, την αγριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. θειό δαμος] … Dictionary of Greek