- λειο-κάρηνος
λειο-κάρηνος, glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειο-κάρηνος, glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειοκάρηνος — λειοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek