- λειοντο-πάλης
λειοντο-πάλης, ὁ, p. statt λεοντοπάλης, ὁ, der Löwenringer, Herakles, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειοντο-πάλης, ὁ, p. statt λεοντοπάλης, ὁ, der Löwenringer, Herakles, Eryc. 4 (IX, 237).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπλιτοπάλης — ὁπλιτοπάλης και δωρ. τ. ὁπλιτοπάλας, ὁ (Α) πολεμιστής βαριά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + πάλης (< πάλη), πρβλ. λειοντο πάλης, μονο πάλης] … Dictionary of Greek