λειο-τριβής

λειο-τριβής

λειο-τριβής, ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… …   Dictionary of Greek

  • ομοτριβώ — ὁμοτριβῶ, έω (Α) φρ. «ὁμοτριβοῡντες λίθοι» λείοι, στιλπνοί και στενά προσαρμοσμένοι μεταξύ τους λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. λειο τριβώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”