λειαίνω

λειαίνω

λειαίνω,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειαίνω — λειαίνω, λείανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λειαίνω — λεαίνω smooth pres subj act 1st sg (epic) λεαίνω smooth pres ind act 1st sg (epic) λειαίνω smooth pres subj act 1st sg λειαίνω smooth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειαίνω — (Α λειαίνω και λεαίνω) [λείος] 1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λειαίνω — λείανα, λειάνθηκα, λειασμένος 1. κάνω κάτι λείο, γυαλίζω, στιλβώνω: Λείανα τηνανώμαλη επιφάνεια. 2. μτφ., εξομαλύνω: Λείαναν τις σχέσεις τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… …   Dictionary of Greek

  • λειαίνῃ — λεαίνω smooth pres subj mp 2nd sg (epic) λεαίνω smooth pres ind mp 2nd sg (epic) λεαίνω smooth pres subj act 3rd sg (epic) λειαίνω smooth pres subj mp 2nd sg λειαίνω smooth pres ind mp 2nd sg λειαίνω smooth pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλειώ — καταλειῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι εντελώς λείο, λειαίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λειῶ «λειαίνω» (< λεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • παραλεαίνω — Α (στην ιατρική) καθιστώ κάτι λείο, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λεαίνω / λειαίνω (< λεῖος)] …   Dictionary of Greek

  • παραξέω — ΜΑ 1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά 2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.) 3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον 4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῑ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.) αρχ. κάνω κάτι λείο, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • συγξέω — Α 1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα 2. παθ. συγξέομαι (για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • συλλεαίνω — και ιων. τ. συλλειαίνω Α 1. λειαίνω κάτι τρίβοντάς το με κάτι άλλο 2. (απλώς) αλέθω, κοπανίζω κάτι 3. μτφ. (για σάλο) κοπάζω, καθησυχάζω 4. παθ. συλλεαίνομαι μτφ. αφομοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεαίνω / λειαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”