λικμητής

λικμητής

λικμητής, ὁ, = λικμητήρ, Sp., wie Poll. 1, 222.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λικμητής — ο (Α λικμητής) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

  • λικμηταί — λικμητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητοῦ — λικμητής masc gen sg λικμητός winnowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητῇ — λικμητής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμήτωρ — λικμήτωρ, ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ] 1. λικμητής, λιχνιστής 2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • λικμών — λικμών, ῶνος, ὁ (Α) [λικμώ] λικμητής, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”