- λικμητός
λικμητός, ὁ, das Getreidereinigen, Worfeln, Nicaenet. 1 (VI, 225).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητός, ὁ, das Getreidereinigen, Worfeln, Nicaenet. 1 (VI, 225).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λικμητός — λικμητός, ὁ (Α) [λικμώ] 1. η ενέργεια και ο καιρός τού λιχνίσματος 2. μτφ. εξολόθρευση, καταστροφή … Dictionary of Greek
λικμητῷ — λικμητός winnowing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμητόν — λικμητός winnowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek
λικμητοῦ — λικμητής masc gen sg λικμητός winnowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)