λεκανίδιον

λεκανίδιον

λεκανίδιον, τό, dim. zu λεκανίς, Poll. 10, 149.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεκανίδιον — λεκανίδιον, τὸ (Α) [λεκάνη] μικρή λεκάνη …   Dictionary of Greek

  • λεκανίδιον — dish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανιδίων — λεκανίδιον dish neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανιδίῳ — λεκανίδιον dish neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανίδια — λεκανίδιον dish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”