λεκανίσκη

λεκανίσκη

λεκανίσκη, , = Vor.; Ar. bei Poll. 6, 86; Teleclid. Ath. VI, 268 (v. 11).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεκανίσκη — λεκανίσκη, ἡ (Α) [λεκάνη] μικρή λεκάνη …   Dictionary of Greek

  • λεκανίσκη — lahannu. fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανίσκαις — λεκανίσκη lahannu. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανίσκαισιν — λεκανίσκη lahannu. fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανίσκην — λεκανίσκη lahannu. fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκανίσκας — λεκανίσκᾱς , λεκανίσκη lahannu. fem acc pl λεκανίσκᾱς , λεκανίσκη lahannu. fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • λεκανίσκαι — λεκανίσκᾱͅ , λεκανίσκη lahannu. fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”