λειμματιαῖος

λειμματιαῖος

λειμματιαῖος, von der Länge eines λεῖμμα, Music.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειμματιαίος — λειμματιαῑος, αία, ον (Α) (στη μουσ.) αυτός που έχει σχέση με το λείμμα, τη μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖμμα, ατος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ωρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”