- λεκιθίτης
λεκιθίτης, ἄρτος, ὁ, ein mit Eidotter bereitetes, od. aus Hülsenfrüchten gebackenes Brot, auch ἐτνίτης, Ath. III, 114 b, vgl. VIII, 360 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεκιθίτης, ἄρτος, ὁ, ein mit Eidotter bereitetes, od. aus Hülsenfrüchten gebackenes Brot, auch ἐτνίτης, Ath. III, 114 b, vgl. VIII, 360 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεκιθίτης — λεκιθίτης, ὁ (Α) [λέκιθος] ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι που προέρχεται από όσπρια, ιδίως από κουκιά, ή γλυκό με κύρια συστατικά το αλεύρι και κρόκους αβγών … Dictionary of Greek
λεκιθίτης — made of pulse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίτην — λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίταν — λεκιθίτᾱν , λεκιθίτης made of pulse masc acc sg (epic doric aeolic) λεκιθίτης made of pulse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθίτας — λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc acc pl λεκιθίτᾱς , λεκιθίτης made of pulse masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετνίτης — ἐτνίτης και δωρ. τ. ἐτνίτας, ὁ (Α) [έτνος] άρτος παρασκευασμένος από όσπρια, ο λεκιθίτης («ἐτνίτας ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας», Αθήν.) … Dictionary of Greek
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek