λειμωνίς

λειμωνίς

λειμωνίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ποίη, D. Per. 756; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειμωνίς — λειμωνίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λειμώνιος …   Dictionary of Greek

  • λειμωνίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίδα — λειμωνίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίδες — λειμωνίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίδι — λειμωνίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίδος — λειμωνίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμωνίδων — λειμωνίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”