- θειαστικῶς
θειαστικῶς, begeistert, neben ἐνϑουσιαστικῶς Poll. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειαστικῶς, begeistert, neben ἐνϑουσιαστικῶς Poll. 1, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θειαστικῶς — θειαστικός like one inspired. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειαστικός — θειαστικός, ή, όν (Α) [θειαστής] αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος. επίρρ... θειαστικώς με θεόπνευστο τρόπο … Dictionary of Greek