- λιγύ-μολπος
λιγύ-μολπος, hell, laut singend, Νύμφαι, H. h. 18, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγύ-μολπος, hell, laut singend, Νύμφαι, H. h. 18, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek