- λιγύ-κροτος
λιγύ-κροτος, laut rauschend, lärmend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγύ-κροτος, laut rauschend, lärmend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιστόκροτος — καλλιστόκροτος, ον (Μ) αυτός που ηχεί κάλλιστα, αυτός που βγάζει ευχάριστο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιστος + κρότος (< κρότος), πρβλ. λιγύ κροτος, υψί κροτος] … Dictionary of Greek
πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek