θειό-δομος

θειό-δομος

θειό-δομος, Τροίης στέφανος, von Göttern erbau't, die Mauern Troja's, Alph. 9 (IX, 104); τεῖχος Acerat. (VII, 138).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θειόδομος — θειόδομος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από τον θεό, ο θεόδμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δομος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω»), πρβλ. κρυψί δομος, πηλό δομος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίδομος — κρυψίδομος, ον (Α) αυτός που κατοικεί σε μυστικούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπ[ο] ) + δόμος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω»), πρβλ. θειό δομος, πηλό δομος] …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”