- λειό-χρως
λειό-χρως, mit glatter Haut, las Ath. VII, 312 f bei Arist. H. A. 5, 9, wo jetzt ὁμόχρως steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειό-χρως, mit glatter Haut, las Ath. VII, 312 f bei Arist. H. A. 5, 9, wo jetzt ὁμόχρως steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειόχρως — λειόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτό χρως, τρυφερό χρως] … Dictionary of Greek