λειότης

λειότης

λειότης, ητος, ἡ, die Glätte, Ebenheit; σπλάγχνων Aesch. Prom. 491; κατόπτρων Plat. Tim. 46 c; Ggstz τραχύτης 65 c, wo es im plur. steht; Folgende. – Von der Stimme, Arist. gen. an. 5, 7; von der Aussprache, Rhett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειότης — smoothness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοτήτων — λειότης smoothness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότησι — λειότης smoothness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότησιν — λειότης smoothness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητα — λειότης smoothness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητας — λειότης smoothness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητες — λειότης smoothness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητι — λειότης smoothness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητος — λειότης smoothness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ՈՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c λειότης laevitas, laevor, laevigatio. Ողորկն գոլ. լերկութիւն. հարթութիւն. յղկումն եւ ուղղութիւն մակերեւութիւն. փայլիւն. որ եւ ՈՒՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ, ՂՈՐԿՈՒԹԻՒՆ. *Առ սոքօք վարիլ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”