λεκός

λεκός

λεκός, , u. λέκος, τό, Schüssel, Teller, Becken, VLL., wie Poll. 10, 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέκος — λέκος, ους, τὸ (Α) πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λεκάνη] …   Dictionary of Greek

  • λέκος — dish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκους — λέκος dish neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лоно — укр. лоно, лонє грудь , блр. лонi мн., ж. пригоршня, охапка , ст. слав. лоно κόλπος (Супр.), болг. лоно, чеш. lůnо лоно , слвц. lоnо, польск. ɫоnо лоно, колени, грудь , стар. половые органы , ɫonisty вздутый, выпуклый, складчатый , в. луж., н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • λεκάριον — λεκάριον, τὸ (Α) [λέκος] μικρό πιάτο, πιατάκι …   Dictionary of Greek

  • λεκίς — λεκίς, ίδος, ἡ (Α) [λέκος] μικρό πιάτο, πιατάκι …   Dictionary of Greek

  • λεκίσκος — λεκίσκος, ὁ (Α) [λέκος] πιατάκι …   Dictionary of Greek

  • λεκιδέα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecidea < λεκίς, ίδος < λέκος «πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • πηλινολεκίς — ίδος, ἡ Α πήλινο μικρό πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήλινος + λεκίς (< λέκος «αγγείο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”