λειψ-υδρία

λειψ-υδρία

λειψ-υδρία, , Wassermangel, Pol. 34, 9, 6 Strab. XVI, 740.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • χλωρυδρία — η, Ν (βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρία (< υδρος < θ. υδρ τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ… …   Dictionary of Greek

  • λειψυδρία — η (AM λειψυδρία) έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῑ λειψυδρίαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. αν υδρία] …   Dictionary of Greek

  • λειψύδριον — Αρχαίο οχυρό της Αττικής, στην Πάρνηθα. Το 513 π.Χ. οχυρώθηκαν εκεί οι Αλκμαιωνίδες που πολεμούσαν τους Πεισιστρατίδες. Το Λ. βρισκόταν σε ύψωμα ανάμεσα στο Μενίδι και στο Τατόι, όπου διακρίνονται ακόμα τα ίχνη της οχύρωσης. * * * λειψύδριον, τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”