- λειχ-ήνωρ
λειχ-ήνωρ, ορος, ὁ, Leckmann, heißt eine Maus, Batrach. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειχ-ήνωρ, ορος, ὁ, Leckmann, heißt eine Maus, Batrach. 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… … Dictionary of Greek