λειρός [2]

λειρός [2]

λειρός, , der kleine Hase, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειρός — λειρός, ά, όν (Α) [λείριον] λειριόεις («τέττιξ γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • λειρώς — λειρός like a lily masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῖρον — λεῖρος gold ornament masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείροις — λεῖρος gold ornament masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lei-2 —     lei 2     English meaning: to eliminate, dissipate, disappear; weak, thin     Deutsche Übersetzung: “eingehen, abnehmen, schwinden; mager, schlank”     Note: (from *el ei )     Material: a. Gk. λίναμαι τρέπομαι Hes., λιάζομαι “weiche from,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • либивый — либивой хилый, слабый , либив, а, либоватый невзрачный, незаметный , др. русск., цслав. либивъ, либѣвъ λεπτός, gracilis, др. чеш. libivy, liběvy худой , кашуб. leby – то же. Родственно лит. liebas хилый; тощий (напр. о лошади) , другая ступень… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Lirokonit — (Linsenerz) Lirokonit aus der Typlokalität Wheal Gorland, Cornwall, England Chemische Formel Cu2Al[(OH)4|AsO4] • 4 H2O[1] …   Deutsch Wikipedia

  • Liroconite — Liroconite[1] Catégorie VIII : phosphates, arséniates, vanadates[2] …   Wikipédia en Français

  • λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …   Dictionary of Greek

  • λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

  • λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”