- λειπ-ώδῑν
λειπ-ώδῑν, ῑνος, von Geburtswehen verlassen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειπ-ώδῑν, ῑνος, von Geburtswehen verlassen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειπώδιν — λειπώδιν, ινος, ἡ (Α) (στο λεξ. Σούδα) (για γυναίκα τής οποίας έχει περάσει η εποχή τής τεκνογονίας) αυτή που έχει απαλλαγεί από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + ώδιν (< ὠδίς, ῖνος«πόνος τού τοκετού»), πρβλ. απειρ ώδιν … Dictionary of Greek