- λεξύδριον
λεξύδριον, τό, = λεξείδιον, B. A. 857, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξύδριον, τό, = λεξείδιον, B. A. 857, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] … Dictionary of Greek