- λινό-κλωστος
λινό-κλωστος, ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-κλωστος, ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμόκλωστος — θυμόκλωστος, ον (Μ) κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, λινό κλωστος] … Dictionary of Greek
μιαρόκλωστος — μιαρόκλωστος, η, ον (Μ) 1. (για τον χρόνο) αυτός που είναι κλωσμένος με δυστυχίες, κακότυχος, ενάντιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόκλωστον η κακοτυχία, η ατυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + κλωστός (< κλώθω), πρβλ. λινό κλωστος] … Dictionary of Greek