- λινό-χλαινος
λινό-χλαινος, mit leinenem Oberkleide; Dion. Per. 1096; Nonn. D. 26, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινό-χλαινος, mit leinenem Oberkleide; Dion. Per. 1096; Nonn. D. 26, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] … Dictionary of Greek
φιλόχλαινος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να φορεί χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χλαῖνα (πρβλ. θηρό χλαινος, λινό χλαινος)] … Dictionary of Greek