λινό-πτερος

λινό-πτερος

λινό-πτερος, mit leinenen Flügeln, ναυτίλων ὀχήματα, d. i. mit Segeln, Aesch. Prom. 466.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη …   Dictionary of Greek

  • πυρίπτερος — ον, Μ αυτός που έχει πύρινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, σιδηρό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει φτερά που λάμπουν σαν τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”