- λιβυρνικόν
λιβυρνικόν, τό, sc. πλοῖον, = Folgdm, Plut. Cat. mai. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβυρνικόν, τό, sc. πλοῖον, = Folgdm, Plut. Cat. mai. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λιβυρνικόν — Λιβυρνικός the Liburnians masc acc sg Λιβυρνικός the Liburnians neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυρνικός — Λιβυρνικός, ή, όν (Α) [Λιβυρνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λιβυρνούς ή προέρχεται από τη Λιβυρνία («Λιβυρνικὸν πλοῑον» ελαφρό και ταχύ σκάφος που χρησιμοποιούσαν οι Λιβυρνοί, Πλούτ.) … Dictionary of Greek