- θιασῶτις
θιασῶτις, ιδος, ἡ, fem. zu ϑιασώτης, Bacchantinn, Opp. Cyn. 4, 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασῶτις, ιδος, ἡ, fem. zu ϑιασώτης, Bacchantinn, Opp. Cyn. 4, 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] … Dictionary of Greek
θιασώτιδες — θιασῶτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτισι — θιασῶτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… … Dictionary of Greek