- θιασωτικός
θιασωτικός, zu einem ϑίασος gehörig, τέμενος Arist. Oec. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασωτικός, zu einem ϑίασος gehörig, τέμενος Arist. Oec. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασωτικός — θιασωτικός, ή, όν (Α) [θιασώτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε θιασώτη … Dictionary of Greek
θιασωτικά — θιασωτικός belonging to a neut nom/voc/acc pl θιασωτικά̱ , θιασωτικός belonging to a fem nom/voc/acc dual θιασωτικά̱ , θιασωτικός belonging to a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)