- λιβρός
λιβρός (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβρός (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιβρός — λιβρός, ά, όν (Α) σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» ζοφερή νύχτα, ΕΜ β. «ὀλὸς λιβρός» μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω και συνδέεται … Dictionary of Greek
λιβρός — Aër. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβρόν — λιβρός Aër. masc acc sg λιβρός Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβραί — λιβρός Aër. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβρή — λιβρός Aër. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβρήν — λιβρός Aër. fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβρῷ — λιβρός Aër. masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμβρός — λιμβρός, ά, όν (Α) λιβρός,* μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λιβρός*] … Dictionary of Greek
CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… … Hofmann J. Lexicon universale